ημίφωνος

ημίφωνος
-η, -ο (Α ἡμίφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο
α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ
β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, δηλαδή που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, άλλοτε ως φωνήεν και άλλοτε ως σύμφωνο (π.χ. παιδί: παιδιού)
3. φρ. «ημίφωνος φθόγγος» — το ημίφωνο
αρχ.
μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί ολόκληρος («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.).
επίρρ...
ημιφώνως
με ημίφωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἡμίφωνος — half pronounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφωνον — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem acc sg ἡμίφωνος half pronounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφώνοις — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφώνου — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφώνους — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφώνων — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιφώνῳ — ἡμίφωνος half pronounced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίφωνα — ἡμίφωνος half pronounced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental …   Wikipedia

  • Ρ, ρ — (αρχαία ελληνικά ρω). Το δέκατο έβδομο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό resh (= κεφάλι ανθρώπου) που γραφόταν  ή  . Με το ίδιο περίπου σχήμα (, ), παριστάνεται το ρο στις αρχαιότερες επιγραφές της Θήρας, της Κρήτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”